μασκαραλίκι

μασκαραλίκι
το
1. πράξη που αρμόζει σε μασκαρά
2. μτφ. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ρεζιλίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μασκαράς (I) + κατάλ. -λίκι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μασκαραλίκι — μασκαραλίκι, το και μασκαριλίκι, το (λ. τουρκ.), ρεζιλίκι, γελοιοποίηση, εξευτελισμός: Ρεζίλεψε τους γονείς του με τα μασκαραλίκια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασκάρεμα — το [μασκαρεύω] το να γίνεται κάποιος μασκαράς, μεταμφίεση νεοελλ. γελοιοποίηση, μασκαραλίκι, ρεζιλίκι …   Dictionary of Greek

  • mascara — MASCARÁ, mascarale, s.f. (înv.) Bufon, paiaţă, măscărici; p.ext. om neserios, puşlama. 2. (pop.) Batjocură, ocară. ♢ expr. A face (pe cineva) de mascara = a) a face (pe cineva) de râs, de ruşine; b) a certa cu asprime, a mustra cu severitate, a… …   Dicționar Român

  • μασκάρεμα — το 1. το να φορά κανείς μάσκα, η μεταμφίεση. 2. το μασκαραλίκι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”